Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frecciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fretˈʧata]

1 ρίξιμο βέλους
2 δηκτική παρατήρηση
3 σαρκασμός
4 χλεύη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frecciare frecciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frazionista (επίθ.)
freatico (επίθ.)
freccetta (θηλ.ουσ)
freccia (θηλ.ουσ)
frecciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frecciata (θηλ.ουσ)
frecciatura (θηλ.ουσ)
freddamente (επίρ.)
freddare (ρ. μτβ.)
freddarsi (ρ.μ. (αντων.))
freddezza (θηλ.ουσ)
freddino (αρσ. επίθ και ουσ)
freddo (ουσ αρσ )
freddo (επίθ.)
freddoloso (αρσ. επίθ και ουσ)
freddura (θηλ.ουσ)
freddurista (ουσ αρσ και θηλ.)
freezer (ουσ αρσ )
fregaccio (ουσ αρσ )
fregagione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---