Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfreddolóso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [freddoˈloso], [freddoˈloso] τουρτουριάρης (-α) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |