Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fréccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfretʧa]

1 (dardo) το βέλος
2 (dell'auto) το φλες, το φλας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  freccetta frecciare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


le freccette [θηλ. πλυθ.] = (gioco) τα βελάκια || mettere la freccia = ανάβω το φλας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frazionismo (ουσ αρσ )
frazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
frazionista (επίθ.)
freatico (επίθ.)
freccetta (θηλ.ουσ)
freccia (θηλ.ουσ)
frecciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frecciata (θηλ.ουσ)
frecciatura (θηλ.ουσ)
freddamente (επίρ.)
freddare (ρ. μτβ.)
freddarsi (ρ.μ. (αντων.))
freddezza (θηλ.ουσ)
freddino (αρσ. επίθ και ουσ)
freddo (ουσ αρσ )
freddo (επίθ.)
freddoloso (αρσ. επίθ και ουσ)
freddura (θηλ.ουσ)
freddurista (ουσ αρσ και θηλ.)
freezer (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---