Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fratˈtsjone]

1 (di paese) ο οικισμός
2 matematica το κλάσμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frazionato frazionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fraudolenza (θηλ.ουσ)
frazionamento (ουσ αρσ )
frazionare (ρ. μτβ.)
frazionario (επίθ.)
frazionato (επίθ.)
frazione (θηλ.ουσ)
frazionismo (ουσ αρσ )
frazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
frazionista (επίθ.)
freatico (επίθ.)
freccetta (θηλ.ουσ)
freccia (θηλ.ουσ)
frecciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frecciata (θηλ.ουσ)
frecciatura (θηλ.ουσ)
freddamente (επίρ.)
freddare (ρ. μτβ.)
freddarsi (ρ.μ. (αντων.))
freddezza (θηλ.ουσ)
freddino (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---