Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frazionaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [frattsjonaˈmento]

1 σπάσιμο
2 διαχωρισμός σε κλάσματα
3 κατάτμηση
4 διαχωρισμός
5 διάσπαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fraudolenza frazionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fratto (επίθ.)
frattura (θηλ.ουσ)
fratturare (ρ. μτβ.)
fraudolento (αρσ. επίθ και ουσ)
fraudolenza (θηλ.ουσ)
frazionamento (ουσ αρσ )
frazionare (ρ. μτβ.)
frazionario (επίθ.)
frazionato (επίθ.)
frazione (θηλ.ουσ)
frazionismo (ουσ αρσ )
frazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
frazionista (επίθ.)
freatico (επίθ.)
freccetta (θηλ.ουσ)
freccia (θηλ.ουσ)
frecciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
frecciata (θηλ.ουσ)
frecciatura (θηλ.ουσ)
freddamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---