Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fratricìda  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fratriˈʧida]

αδελφοκτόνος

fratricìda  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fratriˈʧida]

ο της αδελφοκτονίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fratria fratricidio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fraterno (επίθ.)
fratesco (επίθ.)
fratina (θηλ.ουσ)
fratino (ουσ αρσ )
fratria (θηλ.ουσ)
fratricida (ουσ αρσ και θηλ.)
fratricida (επίθ.)
fratricidio (ουσ αρσ )
fratta (θηλ.ουσ)
frattaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
frattanto (επίρ.)
frattempo (ουσ αρσ )
fratto (επίθ.)
frattura (θηλ.ουσ)
fratturare (ρ. μτβ.)
fraudolento (αρσ. επίθ και ουσ)
fraudolenza (θηλ.ουσ)
frazionamento (ουσ αρσ )
frazionare (ρ. μτβ.)
frazionario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---