Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fraterìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [frateˈria]

μοναστήρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fratello fraternale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frastuono (ουσ αρσ )
frate (ουσ αρσ )
fratellanza (θηλ.ουσ)
fratellastro (ουσ αρσ )
fratello (ουσ αρσ )
frateria (θηλ.ουσ)
fraternale (επίθ.)
fraternamente (επίρ.)
fraternare (ρ. μτβ.)
fraternita (θηλ.ουσ)
fraternizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fraternizzazione (θηλ.ουσ)
fraterno (επίθ.)
fratesco (επίθ.)
fratina (θηλ.ουσ)
fratino (ουσ αρσ )
fratria (θηλ.ουσ)
fratricida (ουσ αρσ και θηλ.)
fratricida (επίθ.)
fratricidio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---