Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fraternizzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fraternidˈdzare]

1 συναδελφώνομαι
2 αδελφοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fraternita fraternizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frateria (θηλ.ουσ)
fraternale (επίθ.)
fraternamente (επίρ.)
fraternare (ρ. μτβ.)
fraternita (θηλ.ουσ)
fraternizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fraternizzazione (θηλ.ουσ)
fraterno (επίθ.)
fratesco (επίθ.)
fratina (θηλ.ουσ)
fratino (ουσ αρσ )
fratria (θηλ.ουσ)
fratricida (ουσ αρσ και θηλ.)
fratricida (επίθ.)
fratricidio (ουσ αρσ )
fratta (θηλ.ουσ)
frattaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
frattanto (επίρ.)
frattempo (ουσ αρσ )
fratto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---