Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fràse  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfraze]

η φράση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frascume fraseggiare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


frase [θηλ.] fatta = η στερεότυπη φράση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frascheggiare (ρ.αμτβ.)
frascheria (θηλ.ουσ)
fraschetta (θηλ.ουσ)
frasconaia (θηλ.ουσ)
frascume (ουσ αρσ )
frase (θηλ.ουσ)
fraseggiare (ρ.αμτβ.)
fraseggiatore (ουσ αρσ )
fraseggio (ουσ αρσ )
fraseologia (θηλ.ουσ)
fraseologico (αρσ. επίθ και ουσ)
frassinella (θηλ.ουσ)
frassineto (ουσ αρσ )
frassino (ουσ αρσ )
frastagliamento (ουσ αρσ )
frastagliare (ρ. μτβ.)
frastagliato (επίθ.)
frastagliatura (θηλ.ουσ)
frastaglio (ουσ αρσ )
frastornante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---