Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrantóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [franˈtojo] 1 λαδάδικο 2 λιοτρίβι 3 λιοτριβειό 4 θραυστήρας 5 ελαιοτριβείο 6 ελαιοπιεστήριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |