Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrangizòlle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,franʤidˈdzɔlle], [,franʤitˈtsɔlle] 1 βολοκόπος 2 σβάρνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |