Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfrangitóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [franʤiˈtore] 1 εκθλιπτικός 2 κατάλληλος για έκθλιψη καρπών 3 ο του ελαιοτριβείου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |