Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frammìsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [framˈmisto]

1 ανακατεμένος
2 ανάμεικτος
3 σύμμεικτος
4 ανάκατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frammischiare frana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frammettere (ρ. μτβ.)
frammettersi (ρ. μ. αμτβ.)
frammezzare (ρ. μτβ.)
frammezzo (επίρ.)
frammischiare (ρ. μτβ.)
frammisto (επίθ.)
frana (θηλ.ουσ)
franabile (επίθ.)
franamento (ουσ αρσ )
franare (ρ.αμτβ.)
francamente (επίρ.)
francare (ρ. μτβ.)
francatura (θηλ.ουσ)
francescana (θηλ.ουσ)
francescano (αρσ. επίθ και ουσ)
francese (ουσ αρσ )
francese (επίθ.)
franceseggiare (ρ.αμτβ.)
francesismo (ουσ αρσ )
francesista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---