Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frammezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [frammedˈdzare]

1 παρεμβάλλω
2 παραποιώ κείμενο με προσθήκες
3 παρενείρω
4 ενθέτω
5 παρεισάγω
6 παρενθέτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  frammettersi frammezzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frammentazione (θηλ.ουσ)
frammento (ουσ αρσ )
frammescolare (ρ. μτβ.)
frammettere (ρ. μτβ.)
frammettersi (ρ. μ. αμτβ.)
frammezzare (ρ. μτβ.)
frammezzo (επίρ.)
frammischiare (ρ. μτβ.)
frammisto (επίθ.)
frana (θηλ.ουσ)
franabile (επίθ.)
franamento (ουσ αρσ )
franare (ρ.αμτβ.)
francamente (επίρ.)
francare (ρ. μτβ.)
francatura (θηλ.ουσ)
francescana (θηλ.ουσ)
francescano (αρσ. επίθ και ουσ)
francese (ουσ αρσ )
francese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---