Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

extrasistòlico (επίθ.) fabianìsmo (ουσ αρσ )
extrasolàre (επίθ.) fabulazióne (θηλ.ουσ)
extraterrèstre (ουσ αρσ και θηλ.) faccènda (θηλ.ουσ)
extraterrèstre (επίθ.) faccendière (αρσ. επίθ και ουσ)
extraterritoriàle (επίθ.) faccendóne (ουσ αρσ )
extraterritorialità (θηλ.ουσ) faccétta (θηλ.ουσ)
extraurbàno (επίθ.) faccettatùra (θηλ.ουσ)
extrauterìno (επίθ.) facchinàggio (ουσ αρσ )
eziologìa (θηλ.ουσ) facchinàta (θηλ.ουσ)
eziològico (επίθ.) facchinésco (επίθ.)
fa (ουσ αρσ ) facchìno (ουσ αρσ )
fa (επίρ.) fàccia (θηλ.ουσ)
fabbisógno (ουσ αρσ ) facciàle (επίθ.)
fàbbrica (θηλ.ουσ) facciàta (θηλ.ουσ)
fabbricàbile (επίθ.) fàce (θηλ.ουσ)
fabbricànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) facèto (επίθ.)
fabbricàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) facèzia (θηλ.ουσ)
fabbricàto (ουσ αρσ ) fachìro (ουσ αρσ )
fabbricàto (επίθ.) fàcies (θηλ.ουσ)
fabbricatóre (αρσ. επίθ και ουσ) fàcile (επίθ.)
fabbricazióne (θηλ.ουσ) facilità (θηλ.ουσ)
fabbricerìa (θηλ.ουσ) facilitàre (ρ. μτβ.)
fabbricière (ουσ αρσ ) facilitazióne (θηλ.ουσ)
fabbricóne (ουσ αρσ ) facilménte (επίρ.)
fàbbro (ουσ αρσ ) facilóne (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: