Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


facilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [faʧiliˈta]

1 ευκολία
2 άνεση
3 ευφράδεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  facile facilitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

faceto (επίθ.)
facezia (θηλ.ουσ)
fachiro (ουσ αρσ )
facies (θηλ.ουσ)
facile (επίθ.)
facilità (θηλ.ουσ)
facilitare (ρ. μτβ.)
facilitazione (θηλ.ουσ)
facilmente (επίρ.)
facilone (αρσ. επίθ και ουσ)
faciloneria (θηλ.ουσ)
facinoroso (ουσ αρσ )
facinoroso (επίθ.)
facocero (ουσ αρσ )
facola (θηλ.ουσ)
facoltà (θηλ.ουσ)
facoltativo (επίθ.)
facoltoso (επίθ.)
facondia (θηλ.ουσ)
facondo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---