Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfacoltà
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fakolˈta] 1 (capacità) η ικανότητα 2 (università) η σχολή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfacoltà [θηλ. άκλ.] di legge = η Νομική Σχολή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |