Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


facsìmile, fac–sìmile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fakˈsimile]

1 φαξ
2 τέλεφαξ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  facondo factotum  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

facoltà (θηλ.ουσ)
facoltativo (επίθ.)
facoltoso (επίθ.)
facondia (θηλ.ουσ)
facondo (επίθ.)
facsimile, fac–simile (ουσ αρσ )
factotum (ουσ αρσ και θηλ.)
faentina (θηλ.ουσ)
faeton (ουσ αρσ )
faggeta (θηλ.ουσ)
faggeto (ουσ αρσ )
faggina (θηλ.ουσ)
faggio (ουσ αρσ )
fagiana (θηλ.ουσ)
fagianella (θηλ.ουσ)
fagiano (ουσ αρσ )
fagiolino (ουσ αρσ )
fagiolo (ουσ αρσ )
faglia (θηλ.ουσ)
fagocita (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---