Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


factòtum  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fakˈtɔtum]

1 υπάλληλος γενικών καθηκόντων
2 πολυτεχνίτης
3 πρόσωπο πολλών δραστηριοτήτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  facsimile, fac–simile faentina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

facoltativo (επίθ.)
facoltoso (επίθ.)
facondia (θηλ.ουσ)
facondo (επίθ.)
facsimile, fac–simile (ουσ αρσ )
factotum (ουσ αρσ και θηλ.)
faentina (θηλ.ουσ)
faeton (ουσ αρσ )
faggeta (θηλ.ουσ)
faggeto (ουσ αρσ )
faggina (θηλ.ουσ)
faggio (ουσ αρσ )
fagiana (θηλ.ουσ)
fagianella (θηλ.ουσ)
fagiano (ουσ αρσ )
fagiolino (ουσ αρσ )
fagiolo (ουσ αρσ )
faglia (θηλ.ουσ)
fagocita (ουσ αρσ )
fagocitare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---