Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


facoltóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fakolˈtoso], [fakolˈtozo]

1 εύπορος
2 ευδοκιμών
3 επιτυχημένος οικονομικά
4 ανθίζων
5 ακμάζων
6 ευκατάστατος
7 πλούσιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  facoltativo facondia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

facinoroso (επίθ.)
facocero (ουσ αρσ )
facola (θηλ.ουσ)
facoltà (θηλ.ουσ)
facoltativo (επίθ.)
facoltoso (επίθ.)
facondia (θηλ.ουσ)
facondo (επίθ.)
facsimile, fac–simile (ουσ αρσ )
factotum (ουσ αρσ και θηλ.)
faentina (θηλ.ουσ)
faeton (ουσ αρσ )
faggeta (θηλ.ουσ)
faggeto (ουσ αρσ )
faggina (θηλ.ουσ)
faggio (ουσ αρσ )
fagiana (θηλ.ουσ)
fagianella (θηλ.ουσ)
fagiano (ουσ αρσ )
fagiolino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---