Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfacilitàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [faʧiliˈtare] 1 απλοποιώ 2 διευκολύνω 3 βοηθώ 4 αλλάζω προς το καλύτερο 5 απλουστεύω 6 ευκολύνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |