fabbricàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [fabbriˈkato]
1 κτίριο
2 οικοδόμημα
3 οικοδομή
4 γιαπί
5 σπίτι
fabbricàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [fabbriˈkato]
1 χαλκευμένος
2 φτιαγμένος
3 χτισμένος
4 κατασκευασμένος
5 μεταποιημένος
6 επινοημένος
7 δομημένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [fabbriˈkato]
1 κτίριο
2 οικοδόμημα
3 οικοδομή
4 γιαπί
5 σπίτι
fabbricàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [fabbriˈkato]
1 χαλκευμένος
2 φτιαγμένος
3 χτισμένος
4 κατασκευασμένος
5 μεταποιημένος
6 επινοημένος
7 δομημένος
permalink
fabbricato (ουσ αρσ )
fabbricato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android