Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


faccendière  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fatʧenˈdjɛre]

1 πολυπράγμων
2 ανακατεψιάρης
3 ανακατωσούρας
4 ανακατωσούρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  faccenda faccendone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fabbricone (ουσ αρσ )
fabbro (ουσ αρσ )
fabianismo (ουσ αρσ )
fabulazione (θηλ.ουσ)
faccenda (θηλ.ουσ)
faccendiere (αρσ. επίθ και ουσ)
faccendone (ουσ αρσ )
faccetta (θηλ.ουσ)
faccettatura (θηλ.ουσ)
facchinaggio (ουσ αρσ )
facchinata (θηλ.ουσ)
facchinesco (επίθ.)
facchino (ουσ αρσ )
faccia (θηλ.ουσ)
facciale (επίθ.)
facciata (θηλ.ουσ)
face (θηλ.ουσ)
faceto (επίθ.)
facezia (θηλ.ουσ)
fachiro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---