Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfàbbro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfabbro] 1 μεταλλουργός 2 τεχνίτης 3 δημιουργός 4 κατασκευαστής 5 σιδηρουργός 6 αριστοτέχνης 7 χειροτέχνης 8 μάστορας 9 σιδεράς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |