ItalianoGreco


fabianìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fabjaˈnizmo]

1 σοσιαλισμός που θα έρθει με σταδιακές μεταβολές και όχι με επανάσταση (κίνηση άγγλων σοσιαλιστών το 1884)
2 φαβιανισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---