Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfabbisógno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fabbiˈzoɲɲo], [fabbiˈsɔɲɲo] 1 τα απαραίτητα 2 απαιτήσεις 3 αναγκαία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |