Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fa  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfa]

(nota) το φα

fa  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈfa]

πριν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eziologico fabbisogno  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giorni fa = προ ημερών || tre anni fa = πριν από τρεία χρόνια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

extraterritorialità (θηλ.ουσ)
extraurbano (επίθ.)
extrauterino (επίθ.)
eziologia (θηλ.ουσ)
eziologico (επίθ.)
fa (ουσ αρσ )
fa (επίρ.)
fabbisogno (ουσ αρσ )
fabbrica (θηλ.ουσ)
fabbricabile (επίθ.)
fabbricante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fabbricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fabbricato (ουσ αρσ )
fabbricato (επίθ.)
fabbricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fabbricazione (θηλ.ουσ)
fabbriceria (θηλ.ουσ)
fabbriciere (ουσ αρσ )
fabbricone (ουσ αρσ )
fabbro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---