Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


extraterritorialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ekstraterritorjaliˈta]

μη δικαιοδοσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  extraterritoriale extraurbano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

extrasistolico (επίθ.)
extrasolare (επίθ.)
extraterrestre (ουσ αρσ και θηλ.)
extraterrestre (επίθ.)
extraterritoriale (επίθ.)
extraterritorialità (θηλ.ουσ)
extraurbano (επίθ.)
extrauterino (επίθ.)
eziologia (θηλ.ουσ)
eziologico (επίθ.)
fa (ουσ αρσ )
fa (επίρ.)
fabbisogno (ουσ αρσ )
fabbrica (θηλ.ουσ)
fabbricabile (επίθ.)
fabbricante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fabbricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fabbricato (ουσ αρσ )
fabbricato (επίθ.)
fabbricatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---