Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diffórme (επίθ.) digerìre (ρ. μτβ.)
difformità (θηλ.ουσ) digestióne (θηλ.ουσ)
diffràngersi (ρ. μ. αμτβ.) digestìvo (ουσ αρσ )
diffràtto (επίθ.) digestìvo (επίθ.)
diffrattòmetro (ουσ αρσ ) digiàmbo (ουσ αρσ )
diffrazióne (θηλ.ουσ) digitàle (θηλ.ουσ)
diffusaménte (επίρ.) digitàle (επίθ.)
diffusìbile (επίθ.) digitalizzàre (ρ. μτβ.)
diffusibilità (θηλ.ουσ) digitalizzatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
diffusióne (θηλ.ουσ) digitàre (ρ. μτβ.)
diffusìvo (επίθ.) digitàto (επίθ.)
diffùso (επίθ.) digitazióne (θηλ.ουσ)
diffusóre (αρσ. επίθ και ουσ) digitìgrado (επίθ.)
difilàto (επίθ.) digiunàre (ρ.αμτβ.)
difrónte (επίθ.) digiunatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
difrónte (επίρ.) digiùno (ουσ αρσ )
diftèrico (επίθ.) digiùno (επίθ.)
difterìte (θηλ.ουσ) diglossìa (θηλ.ουσ)
difteròide (επίθ.) diglòssico (αρσ. επίθ και ουσ)
dìga (θηλ.ουσ) dignità (θηλ.ουσ)
digàmma (ουσ αρσ ) dignitàrio (ουσ αρσ )
digàstrico (αρσ. επίθ και ουσ) dignitosaménte (επίρ.)
digerènte (αρσ. επίθ και ουσ) dignitóso (επίθ.)
digerìbile (επίθ.) digradànte (επίθ.)
digeribilità (θηλ.ουσ) digradàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: