Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diffusóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diffuˈzore]

1 διασκορπιστής (πυρηνική)
2 βαλβίδα ρύθμισης αέρα μείγματος
3 σύστημα διάχυσης ήχου
4 λάμπα
5 που διαχέει
6 διαδοσίας
7 σπερμολόγος
8 διαδίδων
9 ψιθυριστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diffuso difilato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diffusibile (επίθ.)
diffusibilità (θηλ.ουσ)
diffusione (θηλ.ουσ)
diffusivo (επίθ.)
diffuso (επίθ.)
diffusore (αρσ. επίθ και ουσ)
difilato (επίθ.)
difronte (επίθ.)
difronte (επίρ.)
difterico (επίθ.)
difterite (θηλ.ουσ)
difteroide (επίθ.)
diga (θηλ.ουσ)
digamma (ουσ αρσ )
digastrico (αρσ. επίθ και ουσ)
digerente (αρσ. επίθ και ουσ)
digeribile (επίθ.)
digeribilità (θηλ.ουσ)
digerire (ρ. μτβ.)
digestione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---