Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diffùso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [difˈfuzo]

διάχυτος (-η, -ο), διαδεδομένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diffusivo diffusore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diffusamente (επίρ.)
diffusibile (επίθ.)
diffusibilità (θηλ.ουσ)
diffusione (θηλ.ουσ)
diffusivo (επίθ.)
diffuso (επίθ.)
diffusore (αρσ. επίθ και ουσ)
difilato (επίθ.)
difronte (επίθ.)
difronte (επίρ.)
difterico (επίθ.)
difterite (θηλ.ουσ)
difteroide (επίθ.)
diga (θηλ.ουσ)
digamma (ουσ αρσ )
digastrico (αρσ. επίθ και ουσ)
digerente (αρσ. επίθ και ουσ)
digeribile (επίθ.)
digeribilità (θηλ.ουσ)
digerire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---