Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiffùso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [difˈfuzo] διάχυτος (-η, -ο), διαδεδομένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |