Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diffusaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [diffuzaˈmente]

1 πλήρως
2 διεξοδικά
3 εν εκτάσει
4 επί πολύ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diffrazione diffusibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

difformità (θηλ.ουσ)
diffrangersi (ρ. μ. αμτβ.)
diffratto (επίθ.)
diffrattometro (ουσ αρσ )
diffrazione (θηλ.ουσ)
diffusamente (επίρ.)
diffusibile (επίθ.)
diffusibilità (θηλ.ουσ)
diffusione (θηλ.ουσ)
diffusivo (επίθ.)
diffuso (επίθ.)
diffusore (αρσ. επίθ και ουσ)
difilato (επίθ.)
difronte (επίθ.)
difronte (επίρ.)
difterico (επίθ.)
difterite (θηλ.ουσ)
difteroide (επίθ.)
diga (θηλ.ουσ)
digamma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---