Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diffrattòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diffratˈtɔmetro]

διαθλασίμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diffratto diffrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diffondersi (ρ.μ. (αντων.))
difforme (επίθ.)
difformità (θηλ.ουσ)
diffrangersi (ρ. μ. αμτβ.)
diffratto (επίθ.)
diffrattometro (ουσ αρσ )
diffrazione (θηλ.ουσ)
diffusamente (επίρ.)
diffusibile (επίθ.)
diffusibilità (θηλ.ουσ)
diffusione (θηλ.ουσ)
diffusivo (επίθ.)
diffuso (επίθ.)
diffusore (αρσ. επίθ και ουσ)
difilato (επίθ.)
difronte (επίθ.)
difronte (επίρ.)
difterico (επίθ.)
difterite (θηλ.ουσ)
difteroide (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---