Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdifilàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [difiˈlato] 1 κατευθείαν 2 αμέσως 3 με άμεσο τρόπο 4 απευθείας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |