Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cotùrno (ουσ αρσ ) cozzàta (θηλ.ουσ)
coulisse (θηλ.ουσ) còzzo (ουσ αρσ )
coulomb (ουσ αρσ ) crac (ουσ αρσ )
coupé (ουσ αρσ ) cràmpo (ουσ αρσ )
coupon (ουσ αρσ ) craniàle (επίθ.)
coutènte (ουσ αρσ και θηλ.) crànico (αρσ. επίθ και ουσ)
coutènza (θηλ.ουσ) crànio (ουσ αρσ )
cóva (θηλ.ουσ) craniografìa (θηλ.ουσ)
covalènte (επίθ.) craniologìa (θηλ.ουσ)
covalènza (θηλ.ουσ) craniològico (επίθ.)
covàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) craniòlogo (ουσ αρσ )
covariànte (θηλ. επίθ και ουσ) craniometrìa (θηλ.ουσ)
covariànza (θηλ.ουσ) craniomètrico (επίθ.)
covàta (θηλ.ουσ) craniòmetro (ουσ αρσ )
covatìccio (επίθ.) cranioscopìa (θηλ.ουσ)
covatùra (θηλ.ουσ) craniotomìa (θηλ.ουσ)
coventrizzàre (ρ. μτβ.) craniòtomo (ουσ αρσ )
covìle (ουσ αρσ ) cràpula (θηλ.ουσ)
cóvo (ουσ αρσ ) crapulóne (αρσ. επίθ και ουσ)
covóne (ουσ αρσ ) cràsi (θηλ.ουσ)
còwboy (ουσ αρσ ) cràsso (αρσ. επίθ και ουσ)
coyóte (ουσ αρσ ) cratère (ουσ αρσ )
còzza (θηλ.ουσ) cratèrico (επίθ.)
cozzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) cràuti (ουσ αρσ πληθ.)
cozzarsi (ρ.μ. (αντων.)) cravàtta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: