Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coutènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kouˈtɛntsa]

από κοινού χρήση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coutente cova  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coulisse (θηλ.ουσ)
coulomb (ουσ αρσ )
coupé (ουσ αρσ )
coupon (ουσ αρσ )
coutente (ουσ αρσ και θηλ.)
coutenza (θηλ.ουσ)
cova (θηλ.ουσ)
covalente (επίθ.)
covalenza (θηλ.ουσ)
covare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
covariante (θηλ. επίθ και ουσ)
covarianza (θηλ.ουσ)
covata (θηλ.ουσ)
covaticcio (επίθ.)
covatura (θηλ.ουσ)
coventrizzare (ρ. μτβ.)
covile (ουσ αρσ )
covo (ουσ αρσ )
covone (ουσ αρσ )
cowboy (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---