Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


covatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kovaˈtura]

εκκόλαψη (χρησιμοποίησε καλύτερα το cova)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  covaticcio coventrizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

covare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
covariante (θηλ. επίθ και ουσ)
covarianza (θηλ.ουσ)
covata (θηλ.ουσ)
covaticcio (επίθ.)
covatura (θηλ.ουσ)
coventrizzare (ρ. μτβ.)
covile (ουσ αρσ )
covo (ουσ αρσ )
covone (ουσ αρσ )
cowboy (ουσ αρσ )
coyote (ουσ αρσ )
cozza (θηλ.ουσ)
cozzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
cozzata (θηλ.ουσ)
cozzo (ουσ αρσ )
crac (ουσ αρσ )
crampo (ουσ αρσ )
craniale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---