Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cozzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kotˈtsare]

1 ωθώ με κεφάλι ή κέρατα
2 τοποθετώ χωρίς επικάλυψη
3 χτυπώ κοφτά
4 συγκρούω
5 συγκρούομαι
6 συντρίβω

cozzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kotˈtsarsi]

1 καταπιάνομαι ο ένας με τον άλλο
2 συγκρούομαι
3 χτυπιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cozza cozzata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

covo (ουσ αρσ )
covone (ουσ αρσ )
cowboy (ουσ αρσ )
coyote (ουσ αρσ )
cozza (θηλ.ουσ)
cozzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
cozzata (θηλ.ουσ)
cozzo (ουσ αρσ )
crac (ουσ αρσ )
crampo (ουσ αρσ )
craniale (επίθ.)
cranico (αρσ. επίθ και ουσ)
cranio (ουσ αρσ )
craniografia (θηλ.ουσ)
craniologia (θηλ.ουσ)
craniologico (επίθ.)
craniologo (ουσ αρσ )
craniometria (θηλ.ουσ)
craniometrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---