Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoyóte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koˈjote] 1 λύκος canis latrans 2 κογιότ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |