Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcrac
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkrak] 1 κατάρρευση (στρατού πχ) 2 πτώχευση 3 φιάσκο 4 νευρική κατάπτωση 5 κατάρρευση σωματική ή ψυχική 6 πανωλεθρία 7 πτώση 8 συντριβή 9 σπάσιμο 10 κατάπτωση 11 καταστροφή 12 κραχ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |