Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


craniometrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kranjomeˈtria]

κρανιομετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  craniologo craniometrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cranio (ουσ αρσ )
craniografia (θηλ.ουσ)
craniologia (θηλ.ουσ)
craniologico (επίθ.)
craniologo (ουσ αρσ )
craniometria (θηλ.ουσ)
craniometrico (επίθ.)
craniometro (ουσ αρσ )
cranioscopia (θηλ.ουσ)
craniotomia (θηλ.ουσ)
craniotomo (ουσ αρσ )
crapula (θηλ.ουσ)
crapulone (αρσ. επίθ και ουσ)
crasi (θηλ.ουσ)
crasso (αρσ. επίθ και ουσ)
cratere (ουσ αρσ )
craterico (επίθ.)
crauti (ουσ αρσ πληθ.)
cravatta (θηλ.ουσ)
cravattaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---