Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcraniografìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kranjograˈfia] 1 περιγραφική κρανιολογία 2 κρανιογραφία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |