Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcóva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkova] 1 χρόνος επώασης 2 επώαση 3 εκκόλαψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |