Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoutènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kouˈtɛnte] 1 από κοινού συνδρομητής (σε τηλεφωνική γραμμή) 2 συνδρομητής 3 από κοινού χρήστης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |