Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cotùrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈturno]

1 μπότα με κορδόνια
2 κόθορνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coturnice coulisse  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cotto (ουσ αρσ )
cotto (επίθ.)
cottura (θηλ.ουσ)
coturnato (επίθ.)
coturnice (θηλ.ουσ)
coturno (ουσ αρσ )
coulisse (θηλ.ουσ)
coulomb (ουσ αρσ )
coupé (ουσ αρσ )
coupon (ουσ αρσ )
coutente (ουσ αρσ και θηλ.)
coutenza (θηλ.ουσ)
cova (θηλ.ουσ)
covalente (επίθ.)
covalenza (θηλ.ουσ)
covare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
covariante (θηλ. επίθ και ουσ)
covarianza (θηλ.ουσ)
covata (θηλ.ουσ)
covaticcio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---