Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔtto] 1 τουβλόκτιστος 2 πηλός (τερακότα) 3 πλίνθος còtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔtto] ψημένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαben cotto = καλοψημένος || bistecca [θηλ.] ben cotta = η μπριζόλα καλοψημένη || dolce [αρσ.] cotto al forno = το γλυκό ταψιού || poco cotto = μισοψημένος || prosciutto [αρσ.] cotto = το ατμού χοιρομέρι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |