Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còtta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔtta]

ο κεραυνοβόλος έρωτας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cotonoso cottile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prendersi una cotta per qualcuno = ερωτεύομαι τρελλά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cotoniere (ουσ αρσ )
cotoniero (επίθ.)
cotonificio (ουσ αρσ )
cotonina (θηλ.ουσ)
cotonoso (επίθ.)
cotta (θηλ.ουσ)
cottile (επίθ.)
cottimista (ουσ αρσ και θηλ.)
cottimo (ουσ αρσ )
cotto (ουσ αρσ )
cotto (επίθ.)
cottura (θηλ.ουσ)
coturnato (επίθ.)
coturnice (θηλ.ουσ)
coturno (ουσ αρσ )
coulisse (θηλ.ουσ)
coulomb (ουσ αρσ )
coupé (ουσ αρσ )
coupon (ουσ αρσ )
coutente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---