Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còttimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔttimo]

1 κατ' αποκοπή δουλειά
2 πληρωμή με κίνητρα
3 με το κομμάτι (δουλειά)
4 συμβόλαιο μεροκαματιάρη
5 σύμβαση με απολαβές ανάλογα με την παραγόμενη ποσότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cottimista cotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cotonina (θηλ.ουσ)
cotonoso (επίθ.)
cotta (θηλ.ουσ)
cottile (επίθ.)
cottimista (ουσ αρσ και θηλ.)
cottimo (ουσ αρσ )
cotto (ουσ αρσ )
cotto (επίθ.)
cottura (θηλ.ουσ)
coturnato (επίθ.)
coturnice (θηλ.ουσ)
coturno (ουσ αρσ )
coulisse (θηλ.ουσ)
coulomb (ουσ αρσ )
coupé (ουσ αρσ )
coupon (ουσ αρσ )
coutente (ουσ αρσ και θηλ.)
coutenza (θηλ.ουσ)
cova (θηλ.ουσ)
covalente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---