Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coturnàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koturˈnato]

1 υπερυψωμένος
2 κατανυκτικός
3 αυτός που φορά κοθόρνους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cottura coturnice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cottimista (ουσ αρσ και θηλ.)
cottimo (ουσ αρσ )
cotto (ουσ αρσ )
cotto (επίθ.)
cottura (θηλ.ουσ)
coturnato (επίθ.)
coturnice (θηλ.ουσ)
coturno (ουσ αρσ )
coulisse (θηλ.ουσ)
coulomb (ουσ αρσ )
coupé (ουσ αρσ )
coupon (ουσ αρσ )
coutente (ουσ αρσ και θηλ.)
coutenza (θηλ.ουσ)
cova (θηλ.ουσ)
covalente (επίθ.)
covalenza (θηλ.ουσ)
covare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
covariante (θηλ. επίθ και ουσ)
covarianza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---