Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cotonière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kotoˈnjɛre]

1 εργάτης βαμβακουργείου
2 κατασκευαστής προὶόντων βάμβακος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cotonicoltura cotoniero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cotonato (επίθ.)
cotone (ουσ αρσ )
cotonerie (θηλ. ουσ πληθ.)
cotonicoltore (ουσ αρσ )
cotonicoltura (θηλ.ουσ)
cotoniere (ουσ αρσ )
cotoniero (επίθ.)
cotonificio (ουσ αρσ )
cotonina (θηλ.ουσ)
cotonoso (επίθ.)
cotta (θηλ.ουσ)
cottile (επίθ.)
cottimista (ουσ αρσ και θηλ.)
cottimo (ουσ αρσ )
cotto (ουσ αρσ )
cotto (επίθ.)
cottura (θηλ.ουσ)
coturnato (επίθ.)
coturnice (θηλ.ουσ)
coturno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---